- σπυριάζω
- [спирьязо] р. покрываться прыщами, угрями
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σπυριάζω — Ν [σπυρί] 1. γεμίζω το δέρμα κάποιου με σπυριά, με εξανθήματα 2. (αμτβ.) α) βγάζω σπυριά, καλύπτομαι από εξανθήματα β) (για καρπό) υπερωριμάζω, γεμίζω σπόρους … Dictionary of Greek
σπυριάζω — σπύριασα, σπυριασμένος, βγάζω σπυριά: Σπύριασε όλο του το πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουκουδιάζω — [κουκούδι] σπυριάζω … Dictionary of Greek
σπύριασμα — το, Ν [σπυριάζω] το να έχει ή να γεμίζει κανείς σπυριά … Dictionary of Greek